- κρουσταλλένιος, -ια, -ιο
- 1. κρυστάλλινος: Σερβίρει σε κρουσταλλένια ποτήρια. 2. διαυγής: Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση (Μαβίλης).3. αυτός που ηχεί σαν κρύσταλλο: Έχει κρουσταλλένιο γέλιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.