κρουσταλλένιος, -ια, -ιο

κρουσταλλένιος, -ια, -ιο
1. κρυστάλλινος: Σερβίρει σε κρουσταλλένια ποτήρια. 2. διαυγής: Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση (Μαβίλης).
3. αυτός που ηχεί σαν κρύσταλλο: Έχει κρουσταλλένιο γέλιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρουσταλλένιος — α, ο 1. κατασκευασμένος από κρύσταλλο, κρυστάλλινος 2. (για τρεχούμενο νερό) διαυγής και δροσερός σαν το κρύσταλλο 3. (για ένδυμα) λευκός, στιλπνός και διαφανής 4. (για γέλιο ή φωνή) καθαρός και ευχάριστος στην ακοή («κι ακόμα τη φωνή την… …   Dictionary of Greek

  • κρυστάλλινος — η, ο αυτός που αποτελείται από κρύσταλλο, ο κρουσταλλένιος, ο όμοιος με κρύσταλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρυσταλλένιος, -ια, -ιο — βλ. κρουσταλλένιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”